- λογεία
- λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω]1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)2. έκτακτα κέρδη3. επιμίσθιο.
Dictionary of Greek. 2013.