λογεία

λογεία
λογεία και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω]
1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ)
2. έκτακτα κέρδη
3. επιμίσθιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογείας — λογείᾱς , λογεία collection fem acc pl λογείᾱς , λογεία collection fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία …   Dictionary of Greek

  • ξυλολογεία — ξυλολογεία, ἡ (Α) το μάζεμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”